ἀλγεσίθυμος

ἀλγεσίθυμος
ἀλγεσί-θῡμος,, ον,
A grieving the heart, Orph.H.65, cf. PMag.Lond. 121.355.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλγεσίθυμος — ἀλγεσίθυμος, ον (Α) αυτός που θλίβει την καρδιά μας. [ΕΤΥΜΟΛ. < (ἀλγεσι (< (ἄλγος) + θυμὸς* για τη σημασία τού επιθ. πρβλ. και τερψίμβροτος] …   Dictionary of Greek

  • ἀλγεσίθυμον — ἀλγεσίθυμος grieving the heart masc/fem acc sg ἀλγεσίθυμος grieving the heart neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλγεσιθύμους — ἀλγεσίθυμος grieving the heart masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”